Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θωρακισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
θωρακισμ
ός
οι
θωρακισμ
οί
γενική
του
θωρακισμ
ού
των
θωρακισμ
ών
αιτιατική
τον
θωρακισμ
ό
τους
θωρακισμ
ούς
κλητική
θωρακισμ
έ
θωρακισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θωρακισμός
<
θωρακίζω
+
-μός
((
μεταφραστικό δάνειο
)
γαλλική
cuirassement
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θωρακισμός
αρσενικό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
θωρακίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θωρακισμός
γαλλικά
:
blindage
(fr)
→
δείτε
τη λέξη
θωράκιση