μανικόττι
Ετυμολογία
επεξεργασία- μανικόττι < (άμεσο δάνειο) ιταλική manicott(o) (< manica < λατινική manica < manus)+ -ι για προσαρμογή στην ελληνική κλίση. Συγκρίνετε με το μανίκιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμανικόττι ουδέτερο
- (ενδυμασία) το μανίκι
- ※ τέλος 15ου αιώνα - ⌘ Εμμανουήλ Λιμενίτης, ο επονομαζόμενος Γεωργηλάς, Το θανατικόν της Ρόδου στο Legrand, Emile (επιμ.) (1880) Bibliothèque grecque vulgaire, εκδ:Maisonneuve, 582 (Fb9b) @books.google.σελ.223
- πολλοὶ φοροῦν μεταξωτά, βελοῦδα, τζαμηλότια,
πᾶσα λογῆς κατακοπτὰ,[sic ὰ] φαρδειὰ τὰ μανικότια*,
κάρτζαις πασίλογαις** καὶ αὐταῖς νἆναι** κατακομμέναις,
παπούτζαις χελωνόκοπαις** εὐμορφοκαμωμέναις.- * άλλη γραφή: φαρδία μανικόττια [1]
- ** άλλη γραφή: κάρτζες πασύλογες ... νἆνε *** ἀχελωνόκοπες
- πολλοὶ φοροῦν μεταξωτά, βελοῦδα, τζαμηλότια,
- ※ τέλος 15ου αιώνα - ⌘ Εμμανουήλ Λιμενίτης, ο επονομαζόμενος Γεωργηλάς, Το θανατικόν της Ρόδου στο Legrand, Emile (επιμ.) (1880) Bibliothèque grecque vulgaire, εκδ:Maisonneuve, 582 (Fb9b) @books.google.σελ.223
Άλλες γραφές
επεξεργασία- μανικότι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικοί τύποι
επεξεργασία- μανικόττια, μανικότια (πληθυντικός)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μανικόττι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].