Δείτε επίσης: καρτζά

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάρτζα < κάρτσα < → και δείτε τη λέξη κάλτσα λείπει η ετυμολογία
Διαφορετικού ετύμου το καρτζά (χρήματα, είδος νομίσματος), το καρτέσιον)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάρτζα ουδέτερο

  1. (ενδυμασία) κάλτσα
  2. (στον du Cange[1]) «κνημίς, περικνημίς» πανοπλίας)

Άλλες μορφές επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κάλτσα

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

  • κάλτζες, κάλτζαις (πληθυντικός, ονομαστική)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • τὰ καρτζά (ουδέτερο, πληθυντικός: νομίσματα, χρήματα μικρής αξίας)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΚΑΡΤΖΆ, § 595 καρτζά, κάρτζα, Τόμος Α΄du Cange, Charles du Fresne - Δουκάγγιος (1688) Glossarium ad scriptores mediæ & infimæ Graecitatis […]. Lugduni: Apud Amissonios. Τόμοι:2. [μεσαιωνικά ελληνικά, ορισμοί στα λατινικά]