ποδοκάκη
Ετυμολογία
επεξεργασία- ποδοκάκη < αρχαία ελληνική ποδοκάκη / ποδοκάκκη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποδοκάκη θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κάρτουσκον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Πηγές
επεξεργασία- «ποδοκάκκη» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ποδοκάκη | αἱ | ποδοκάκαι |
γενική | τῆς | ποδοκάκης | τῶν | ποδοκακῶν |
δοτική | τῇ | ποδοκάκῃ | ταῖς | ποδοκάκαις |
αιτιατική | τὴν | ποδοκάκην | τὰς | ποδοκάκᾱς |
κλητική ὦ! | ποδοκάκη | ποδοκάκαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποδοκάκᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ποδοκάκαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαποδοκάκη θηλυκό ή ποδοκάκκη
- σύνεργο τιμωρίας ή βασανισμού στο οποίο σχεδόν σφήνωναν και έσφιγγαν τα πόδια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ποδοκάκκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποδοκάκκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
δείτε και «ποδοκάκη»