Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδοκάκη < αρχαία ελληνική ποδοκάκη / ποδοκάκκη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποδοκάκη θηλυκό

Αναφορές

επεξεργασία
  1. κάρτουσκον Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποδοκάκη αἱ ποδοκάκαι
      γενική τῆς ποδοκάκης τῶν ποδοκακῶν
      δοτική τῇ ποδοκάκ ταῖς ποδοκάκαις
    αιτιατική τὴν ποδοκάκην τὰς ποδοκάκᾱς
     κλητική ! ποδοκάκη ποδοκάκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποδοκάκ
γεν-δοτ τοῖν  ποδοκάκαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδοκάκη < (πούς) ποδο- + κάκκη ή κάκη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποδοκάκη θηλυκό ή ποδοκάκκη

  • σύνεργο τιμωρίας ή βασανισμού στο οποίο σχεδόν σφήνωναν και έσφιγγαν τα πόδια

Συνώνυμα

επεξεργασία