Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδοκάκκη < πούς + κάκκη ή κάκη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποδοκάκκη θηλυκό ή ποδοκάκη  δείτε τη λέξη ποδοκάκη