Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

złoty (pl)

  1. χρυσός (και μεταφορικά), χρυσαφένιος
    kupiłem jej złoty pierścionek - της αγόρασα χρυσό δαχτυλίδι
    pierwszą złotą płytę w Polsce otrzymał Czesław Niemen - ο Τσέσλαβ Νιέμεν πήρε τον πρώτο χρυσό δίσκο στην Πολωνία
    nasz nauczyciel to złoty człowiek - ο δάσκαλός μας είναι χρυσός άνθρωπος


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

złoty (pl) αρσενικό

  1. ζλότι
    pudełko pastylek miętowych kosztuje 2 złote i 20 groszy - ένα κουτάκι παστίλιες μέντας κοστίζει 2 ζλότι και 20 γρόσια


Συγγενικά

επεξεργασία