złotówka
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- złotówka < złoty
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
złotówka (pl) θηλυκό
- (λαϊκότροπο) το ζλότι
- (γενικότερα) η νομισματική μονάδα ζλότι
- (ειδικότερα) το νόμισμα του ενός ζλότι
złotówka (pl) θηλυκό