Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσότευκτος < χρυσός και τεύχω

  Επίθετο επεξεργασία

χρυσότευκτος,ος,ον

εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματα ἐπ᾽ ἀσπίδος (Αισχύλος)

Συνώνυμα επεξεργασία