Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρύσεος < χρυσός

  Επίθετο επεξεργασία

χρύσεος, -έα, -εον & χρύσεος, -ος, -ον

  1. ο χρυσός ως επίθετο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο λαμπρός αλλά και ο πολύτιμος
    χρυσέη Ἀφροδίτη, χρυσοῖ θεοί
    χρυσῆ ὑγίεια
    χρυσοῦν σκῆπτρον, χρυσῆ μάχαιρα
  2. ο χρυσαφής ως χρώμα
    χρυσᾶ νέφη
  3. το κιτρινάδι, ο κρόκος του αυγού
    τῶν τα χρυσᾶ
  4. ο σχετικός με τον χρυσό
    χρύσεια μέταλλα : τα μεταλλεία χρυσού
  5. ο πλούσιος
    ※  Διογένης Λαέρτιος
    τούς τε περὶ Πλάτωνα Διονυσοκόλακας καὶ αὐτὸν Πλάτωνα χρυσοῦν, καὶ Ἀριστοτέλη ἄσωτον, <ὃν> καταφαγόντα τὴν πατρῴαν οὐσίαν

Κλίση επεξεργασία

χρύσεος χρυσέα επεξεργασία
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
χρυσεο- χρυσεᾱ- χρυσεο-
ονομαστική χρύσεος   > χρυσοῦς χρυσέ   > χρυσ τὸ χρύσεον   > χρυσοῦν
      γενική τοῦ χρυσέου   > χρυσοῦ τῆς χρυσέᾱς > χρυσῆς τοῦ χρυσέου   > χρυσοῦ
      δοτική τῷ χρυσέ    > χρυσ τῇ χρυσέ   > χρυσ τῷ χρυσέ    > χρυσ
    αιτιατική τὸν χρύσεον   > χρυσοῦν τὴν χρυσέᾱν > χρυσῆν τὸ χρύσεον   > χρυσοῦν
     κλητική ! χρύσεε   - χρυσοῦς χρυσέ   > χρυσ χρύσεον   > χρυσοῦν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χρύσεοι   > χρυσοῖ αἱ χρύσεαι   > χρυσαῖ τὰ χρύσε   > χρυσ
      γενική τῶν χρυσέων > χρυσῶν τῶν χρυσέων > χρυσῶν τῶν χρυσέων > χρυσῶν
      δοτική τοῖς χρυσέοις > χρυσοῖς ταῖς χρυσέαις > χρυσαῖς τοῖς χρυσέοις > χρυσοῖς
    αιτιατική τοὺς χρυσέους > χρυσοῦς τὰς χρυσέᾱς > χρυσᾶς τὰ χρύσε   > χρυσ
     κλητική ! χρύσεοι   > χρυσοῖ χρύσεαι   > χρυσαῖ χρύσε   > χρυσ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χρυσέω   > χρυσώ τὼ χρυσέ   > χρυσ τὼ χρυσέω   > χρυσώ
      γεν-δοτ τοῖν χρυσέοιν > χρυσοῖν τοῖν χρυσέαιν > χρυσαῖν τοῖν χρυσέοιν > χρυσοῖν
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές.
2η&1η κλίση, ομάδα 'χρύσεος χρυσοῦς', Κατηγορία 'χρύσεος' όπως «χρύσεος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
ιωνική κλίση επεξεργασία
στην ιωνική διάλεκτο
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
χρυσεο- χρυσεᾱ- χρυσεο-
ονομαστική χρύσεος χρυσέη τὸ χρύσεον
      γενική τοῦ χρυσέου τῆς χρυσέης τοῦ χρυσέου
      δοτική τῷ χρυσέ τῇ χρυσέ τῷ χρυσέ
    αιτιατική τὸν χρύσεον τὴν χρυσέην τὸ χρύσεον
     κλητική ! χρύσεε χρυσέη χρύσεον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χρύσεοι αἱ χρύσεαι τὰ χρύσε
      γενική τῶν χρυσέων τῶν χρυσεέων
& χρυσεῶν
τῶν χρυσέων
      δοτική τοῖς χρυσέοισῐ(ν)
& χρυσέοις
ταῖς χρυσέησῐ(ν) τοῖς χρυσέοισῐ(ν)
& χρυσέοις
    αιτιατική τοὺς χρυσέους τὰς χρυσέᾱς τὰ χρύσε
     κλητική ! χρύσεοι χρύσεαι χρύσε
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χρυσέω τὼ χρυσέ τὼ χρυσέω
      γεν-δοτ τοῖν χρυσέοιν τοῖν χρυσέαιν τοῖν χρυσέοιν
Οι κλητικές πτώσεις, σπάνιες.
2η&1η κλίση, ομάδα 'χρύσεος χρυσοῦς', Κατηγορία 'χρύσεος' όπως «χρύσεος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
κλίση -ος-ος-ον επεξεργασία
κλίση -ος, -ος, -ον
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / χρύσεος τὸ χρύσεον
      γενική τοῦ/τῆς χρυσέου τοῦ χρυσέου
      δοτική τῷ/τῇ χρυσέ τῷ χρυσέ
    αιτιατική τὸν/τὴν χρύσεον τὸ χρύσεον
     κλητική ! χρύσεε χρύσεον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χρύσεοι τὰ χρύσε
      γενική τῶν χρυσέων τῶν χρυσέων
      δοτική τοῖς/ταῖς χρυσέοις τοῖς χρυσέοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χρυσέους τὰ χρύσε
     κλητική ! χρύσεοι χρύσε
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χρυσέω τὼ χρυσέω
      γεν-δοτ τοῖν χρυσέοιν τοῖν χρυσέοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Σημειώσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία