χρύσεος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασία- αιολικός τύπος : χρύσιος
- αττικός τύπος : συνηρημένο χρυσοῦς
- επικός τύπος : και χρύσειος
- βοιωτικός τύπος : χρούσιος
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρύσεος < χρυσός
Επίθετο
επεξεργασίαχρύσεος, -έα, -εον & χρύσεος, -ος, -ον
- ο χρυσός ως επίθετο, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο λαμπρός αλλά και ο πολύτιμος
- ⮡ χρυσέη Ἀφροδίτη, ὦ χρυσοῖ θεοί
- ⮡ χρυσῆ ὑγίεια
- χρυσοῦν σκῆπτρον, χρυσῆ μάχαιρα
- ο χρυσαφής ως χρώμα
- ⮡ χρυσᾶ νέφη
- το κιτρινάδι, ο κρόκος του αυγού
- ⮡ τῶν τα χρυσᾶ
- ο σχετικός με τον χρυσό
- ⮡ χρύσεια μέταλλα : τα μεταλλεία χρυσού
- ο πλούσιος
- ※ Διογένης Λαέρτιος
- τούς τε περὶ Πλάτωνα Διονυσοκόλακας καὶ αὐτὸν Πλάτωνα χρυσοῦν, καὶ Ἀριστοτέλη ἄσωτον, <ὃν> καταφαγόντα τὴν πατρῴαν οὐσίαν
- ※ Διογένης Λαέρτιος
Κλίση
επεξεργασίαχρύσεος χρυσέα
επεξεργασίαιωνική κλίση
επεξεργασίαστην ιωνική διάλεκτο | |||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
χρυσεο- χρυσεᾱ- χρυσεο- | |||||||
ονομαστική | ὁ | χρύσεος | ἡ | χρυσέη | τὸ | χρύσεον | |
γενική | τοῦ | χρυσέου | τῆς | χρυσέης | τοῦ | χρυσέου | |
δοτική | τῷ | χρυσέῳ | τῇ | χρυσέῃ | τῷ | χρυσέῳ | |
αιτιατική | τὸν | χρύσεον | τὴν | χρυσέην | τὸ | χρύσεον | |
κλητική ὦ! | χρύσεε | χρυσέη | χρύσεον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | χρύσεοι | αἱ | χρύσεαι | τὰ | χρύσεᾰ | |
γενική | τῶν | χρυσέων | τῶν | χρυσεέων & χρυσεῶν |
τῶν | χρυσέων | |
δοτική | τοῖς | χρυσέοισῐ(ν) & χρυσέοις |
ταῖς | χρυσέησῐ(ν) | τοῖς | χρυσέοισῐ(ν) & χρυσέοις | |
αιτιατική | τοὺς | χρυσέους | τὰς | χρυσέᾱς | τὰ | χρύσεᾰ | |
κλητική ὦ! | χρύσεοι | χρύσεαι | χρύσεᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρυσέω | τὼ | χρυσέᾱ | τὼ | χρυσέω | |
γεν-δοτ | τοῖν | χρυσέοιν | τοῖν | χρυσέαιν | τοῖν | χρυσέοιν | |
Οι κλητικές πτώσεις, σπάνιες. | |||||||
2η&1η κλίση, ομάδα 'χρύσεος χρυσοῦς', Κατηγορία 'χρύσεος' όπως «χρύσεος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
κλίση -ος-ος-ον
επεξεργασίακλίση -ος, -ος, -ον | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | χρύσεος | τὸ | χρύσεον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | χρυσέου | τοῦ | χρυσέου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | χρυσέῳ | τῷ | χρυσέῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | χρύσεον | τὸ | χρύσεον | ||
κλητική ὦ! | χρύσεε | χρύσεον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | χρύσεοι | τὰ | χρύσεᾰ | ||
γενική | τῶν | χρυσέων | τῶν | χρυσέων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | χρυσέοις | τοῖς | χρυσέοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | χρυσέους | τὰ | χρύσεᾰ | ||
κλητική ὦ! | χρύσεοι | χρύσεᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρυσέω | τὼ | χρυσέω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χρυσέοιν | τοῖν | χρυσέοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Σημειώσεις
επεξεργασία- το αρσενικό ουσιαστικοποιημένο για το στατήρα: «ὁ χρυσοῦς» (εννοείτο, στατήρ)
Πηγές
επεξεργασία- χρύσεος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρύσεος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.