κρόκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κρόκος | οι | κρόκοι |
γενική | του | κρόκου | των | κρόκων |
αιτιατική | τον | κρόκο | τους | κρόκους |
κλητική | κρόκε | κρόκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κρόκος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρόκος
- το κίτρινο μέρος του αβγού: < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κρόκος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkɾo.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρό‐κος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
![]() |
![]() |
κρόκος αρσενικό
- για το φυτό
- ο κίτρινος πυρήνας του αβγού των οικόσιτων πουλερικών
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
κρόκος στη Βικιπαίδεια