Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρόκος οι κρόκοι
      γενική του κρόκου των κρόκων
    αιτιατική τον κρόκο τους κρόκους
     κλητική κρόκε κρόκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρόκος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρόκος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɾo.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρό‐κος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Άνθη κρόκου (Crocus sativus).
 
Ο κρόκος ενός αβγού.

κρόκος αρσενικό

  1. για το φυτό
    1. (βοτανική, λουλούδι) γένος φυτών της οικογένειας των Irridaceae
    2. (μπαχαρικό) ουσία που λαμβάνεται από τα άνθη του Crocus sativus, η ζαφορά
     συνώνυμα: σαφράν
  2. ο κίτρινος πυρήνας του αβγού των οικόσιτων πουλερικών

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια