ζαφορά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζαφορά | οι | ζαφορές |
γενική | της | ζαφοράς | των | ζαφορών |
αιτιατική | τη | ζαφορά | τις | ζαφορές |
κλητική | ζαφορά | ζαφορές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ζαφορά < (άμεσο δάνειο) βενετική zafaran < αραβική زَعْفَرَان (zaʿfarān)[1]. Δείτε και σαφράν
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.