Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαφράνι τα σαφράνια
      γενική του σαφρανιού των σαφρανιών
    αιτιατική το σαφράνι τα σαφράνια
     κλητική σαφράνι σαφράνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
άνθος σαφρανιού

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαφράνι < λατινική safranum < αραβική أَصْفَر (aṣfar) < περσική زَعْفَرَان (zaʻfarān)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαφράνι ουδέτερο

  1. γένος φυτών της οικογένειας των Iridaceae
  2. ουσία που λαμβάνεται από τα άνθη του Crocus sativus

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία