Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κροκοειδής η κροκοειδής το κροκοειδές
      γενική του κροκοειδούς* της κροκοειδούς του κροκοειδούς
    αιτιατική τον κροκοειδή την κροκοειδή το κροκοειδές
     κλητική κροκοειδή(ς) κροκοειδής κροκοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κροκοειδείς οι κροκοειδείς τα κροκοειδή
      γενική των κροκοειδών των κροκοειδών των κροκοειδών
    αιτιατική τους κροκοειδείς τις κροκοειδείς τα κροκοειδή
     κλητική κροκοειδείς κροκοειδείς κροκοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κροκοειδής < αρχαία ελληνική κροκοειδής < κρόκος

  Επίθετο επεξεργασία

κροκοειδής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία