δίκροκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίκροκος | η | δίκροκη | το | δίκροκο |
γενική | του | δίκροκου | της | δίκροκης | του | δίκροκου |
αιτιατική | τον | δίκροκο | τη | δίκροκη | το | δίκροκο |
κλητική | δίκροκε | δίκροκη | δίκροκο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίκροκοι | οι | δίκροκες | τα | δίκροκα |
γενική | των | δίκροκων | των | δίκροκων | των | δίκροκων |
αιτιατική | τους | δίκροκους | τις | δίκροκες | τα | δίκροκα |
κλητική | δίκροκοι | δίκροκες | δίκροκα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δίκροκος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δίκροκος.[1][2][3] Μορφολογικά αναλύεται σε (δις) δί- και κρόκος
Επίθετο
επεξεργασία
δίκροκος, -η, -ο (συνήθως απαντά στο ουδέτερο γένος)
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δίκροκος
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ δίκροκος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ δίκροκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δίκροκος < (αρχαία ελληνική δίς) δί- + κρόκος
Επίθετο
επεξεργασία
δίκροκος (και σήμερα σε χρήση)
- (για αβγό) που έχει δύο κρόκους
- ※ 14ος αιώνας, ⌘ Συναξάριον τοῦ τιμημένου γαδάρου, ανωνύμου, στίχ. 163 (162-164)
- εἶχεν δὲ ὄρνιθαν χοντρὴ καὶ λάλειε την καβάκαν.
αὐγὰ ἐγέννα δίκροκα χοντρὰ ὡσὰν τῆς χήνας,
καὶ μετʼ ἐκείνην ἔτρωγεν κʼ ἔπινεν κάθʼ ἡμέραν·- W. Wagner, Carmina graeca medii aevi, Λειψία 1874, p. 112-123 (εκδίδει κατά τον κώδικα Vindobonensis theol. gr. 244 και από τη βενετσιάνικη έκδοση του 1871)
- εἶχεν δὲ ὄρνιθαν χοντρὴ καὶ λάλειε την καβάκαν.
- ※ 14ος αιώνας, ⌘ Συναξάριον τοῦ τιμημένου γαδάρου, ανωνύμου, στίχ. 163 (162-164)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικοί τύποι
επεξεργασία- δίκροκα (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού ουδετέρου γένους)
Πηγές
επεξεργασία
- σελ.140, Τόμος 5 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- δίκροκος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].