κροκοσυλλέκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κροκοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό: κροκοσυλλέκτρια)
Συγγενικά επεξεργασία
- κροκοσυλλέκτρια
- → δείτε τις λέξεις κρόκος, συλλέγω και λέγω
κροκοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό: κροκοσυλλέκτρια)