κροκοσυλλέκτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κροκοσυλλέκτρια < κροκοσυλλέκτης + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίακροκοσυλλέκτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) αυτή που μαζεύει άνθη κρόκων
- Η υπέροχη παράσταση της νηοπομπής, ένα ζωγραφικό έργο μήκους 4 μέτρων που κοσμούσε ιδιωτική κατοικία, η μεγάλη τοιχογραφική σύνθεση των κροκοσυλλεκτριών, έργο που είχε φτιαχτεί για δημόσιο κτήριο του οικισμού, και η αναπαράσταση της τελετουργικής διαδικασίας μύησης στην οποία παρουσιάζονται νέοι, είναι μερικά μόνο από τα δείγματα του μεγάλου έργου της αποκατάστασης που έχει επιτελέσει το εργαστήριο που λειτουργεί στον αρχαιολογικό χώρο του Ακρωτηρίου. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κροκοσυλλέκτρια
|