Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στᾰτηρ-
ονομαστική στατήρ οἱ στατῆρες
      γενική τοῦ στατῆρος τῶν στατήρων
      δοτική τῷ στατῆρ τοῖς στατῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν στατῆρ τοὺς στατῆρᾰς
     κλητική ! στατήρ στατῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στατῆρε
γεν-δοτ τοῖν  στατήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στατήρ < θέμα στα- (δείτε ἵστημι) + -τήρ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στατήρ αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

με διαφορετική σημασία:

  Πηγές επεξεργασία