Δείτε επίσης: μετάλλιο, Μεταλλείο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεταλλείο τα μεταλλεία
      γενική του μεταλλείου των μεταλλείων
    αιτιατική το μεταλλείο τα μεταλλεία
     κλητική μεταλλείο μεταλλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταλλείο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεταλλεῖα στον ενικό κατά τη γαλλική (la) mine[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.taˈli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ταλ‐λεί‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταλλείο ουδέτερο

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία