ορυχείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ορυχείο | τα | ορυχεία |
γενική | του | ορυχείου | των | ορυχείων |
αιτιατική | το | ορυχείο | τα | ορυχεία |
κλητική | ορυχείο | ορυχεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ορυχείο < ελληνιστική κοινή -ωρυχεῖον < αρχαία ελληνική -ωρύχος < ὀρύσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃rewk- (σκάβω)

Ουσιαστικό
επεξεργασία
ορυχείο ουδέτερο