Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανθρακωρυχείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ανθρακωρυχεί
ο
τα
ανθρακωρυχεί
α
γενική
του
ανθρακωρυχεί
ου
των
ανθρακωρυχεί
ων
αιτιατική
το
ανθρακωρυχεί
ο
τα
ανθρακωρυχεί
α
κλητική
ανθρακωρυχεί
ο
ανθρακωρυχεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανθρακωρυχείο
<
άνθρακας
+
ορυχείο
(<
αρχαία ελληνική
ὀρύττω
· (το ω (ανθρακ
ω
ρυχείο) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της
συνθετικής έκτασης
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανθρακωρυχείο
ουδέτερο
ορυχείο
εξαγωγής
άνθρακα
Συγγενικά
επεξεργασία
ανθρακωρύχος
→
δείτε
τις
λέξεις
άνθρακας
και
ορύττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανθρακωρυχείο
αγγλικά
:
colliery
(en)
,
coal mine
(en)
,
coal pit
(en)
γαλλικά
:
mine
(fr)
de
charbon
(fr)