Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθρακωρύχος οι ανθρακωρύχοι
      γενική του ανθρακωρύχου των ανθρακωρύχων
    αιτιατική τον ανθρακωρύχο τους ανθρακωρύχους
     κλητική ανθρακωρύχε ανθρακωρύχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθρακωρύχος < άνθρακ(ας) + -ωρύχος (< αρχαία ελληνική ὀρύττω· το ω (ανθρακωρύχος) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθρακωρύχος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία