Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορύσσω < μεσαιωνική ελληνική ὀρύσσω / ὀρύγω < αρχαία ελληνική ὀρύσσω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃reuk-[2] / *h₃rewk- (σκάβω, οργώνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈɾi.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐ρύσ‐σω

  Ρήμα επεξεργασία

ορύσσω (παθητική φωνή: ορύσσομαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. ορύσσωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.