Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανορύσσω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανορύσσω
<
αρχαία ελληνική
ἀνορύσσω
/
ἀνορύττω
<
ὀρύσσω
/
ὀρύττω
Ρήμα
επεξεργασία
ανορύσσω
σκάβω
ανασκάπτω
διανοίγω
εξορύσσω
Συγγενικά
επεξεργασία
ανόρυξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανορύσσω
→
δείτε
τις λέξεις
σκάβω
,
ανασκάπτω
,
διανοίγω
και
εξορύσσω