εξορύσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξορύσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξορύσσω < ἐξ- + ὀρύσσω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksoˈɾi.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξο‐ρύσ‐σω
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ο‐ρύσ‐σω
Ρήμα
επεξεργασίαεξορύσσω, αόρ.: εξόρυξα, παθ.φωνή: εξορύσσομαι, π.αόρ.: εξορύχθηκα, μτχ.π.π.: εξορυγμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- ανεξόρυκτος
- εξορυγμένος
- εξορυκτικός
- εξόρυξη
- → δείτε τη λέξη ορύσσω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξορύσσομαι | εξορυσσόμουν(α) | θα εξορύσσομαι | να εξορύσσομαι | ||
β' ενικ. | εξορύσσεσαι | εξορυσσόσουν(α) | θα εξορύσσεσαι | να εξορύσσεσαι | ||
γ' ενικ. | εξορύσσεται | εξορυσσόταν(ε) | θα εξορύσσεται | να εξορύσσεται | ||
α' πληθ. | εξορυσσόμαστε | εξορυσσόμαστε εξορυσσόμασταν |
θα εξορυσσόμαστε | να εξορυσσόμαστε | ||
β' πληθ. | εξορύσσεστε | εξορυσσόσαστε εξορυσσόσασταν |
θα εξορύσσεστε | να εξορύσσεστε | (εξορύσσεστε) | |
γ' πληθ. | εξορύσσονται | εξορύσσονταν εξορυσσόντουσαν |
θα εξορύσσονται | να εξορύσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξορύχτηκα | θα εξορυχτώ | να εξορυχτώ | εξορυχτεί | ||
β' ενικ. | εξορύχτηκες | θα εξορυχτείς | να εξορυχτείς | εξορύξου | ||
γ' ενικ. | εξορύχτηκε | θα εξορυχτεί | να εξορυχτεί | |||
α' πληθ. | εξορυχτήκαμε | θα εξορυχτούμε | να εξορυχτούμε | |||
β' πληθ. | εξορυχτήκατε | θα εξορυχτείτε | να εξορυχτείτε | εξορυχτείτε | ||
γ' πληθ. | εξορύχτηκαν εξορυχτήκαν(ε) |
θα εξορυχτούν(ε) | να εξορυχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξορυχτεί | είχα εξορυχτεί | θα έχω εξορυχτεί | να έχω εξορυχτεί | εξορυγμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξορυχτεί | είχες εξορυχτεί | θα έχεις εξορυχτεί | να έχεις εξορυχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξορυχτεί | είχε εξορυχτεί | θα έχει εξορυχτεί | να έχει εξορυχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξορυχτεί | είχαμε εξορυχτεί | θα έχουμε εξορυχτεί | να έχουμε εξορυχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξορυχτεί | είχατε εξορυχτεί | θα έχετε εξορυχτεί | να έχετε εξορυχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξορυχτεί | είχαν εξορυχτεί | θα έχουν εξορυχτεί | να έχουν εξορυχτεί |