↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξόρυξη οι εξορύξεις
      γενική της εξόρυξης* των εξορύξεων
    αιτιατική την εξόρυξη τις εξορύξεις
     κλητική εξόρυξη εξορύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξορύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξόρυξη < ελληνιστική κοινή ἐξόρυξις < αρχαία ελληνική ἐξορύσσω < ἐξ + ὀρύσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃rewk- (σκάβω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈkso.ɾi.ksi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξόρυξη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία