Ετυμολογία

επεξεργασία
mining < mine + -ing

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmaɪnɪŋ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mining (en)

  1. όρυξη, εξόρυξη, η εκμετάλλευση ορυχείου
  2. (νεολογισμός) η διαδικασία δημιουργίας νέων μονάδων κρυπτονομισμάτων

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • mining στην αγγλική Βικιπαίδεια