mineral
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mineral | minerals |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmineral (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ορυκτό
- ↪ Coal and gold are minerals.
- Το κάρβουνο και ο χρυσός είναι ορυκτά.
- ↪ Coal and gold are minerals.
ενικός | πληθυντικός |
mineral | minerals |
mineral (en)