Δείτε επίσης: ἐξορύσσομαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εξορύσσομαι, π.αόρ.: εξορύχθηκα, μτχ.π.π.: εξορυγμένος