Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξορυγμένος η εξορυγμένη το εξορυγμένο
      γενική του εξορυγμένου της εξορυγμένης του εξορυγμένου
    αιτιατική τον εξορυγμένο την εξορυγμένη το εξορυγμένο
     κλητική εξορυγμένε εξορυγμένη εξορυγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξορυγμένοι οι εξορυγμένες τα εξορυγμένα
      γενική των εξορυγμένων των εξορυγμένων των εξορυγμένων
    αιτιατική τους εξορυγμένους τις εξορυγμένες τα εξορυγμένα
     κλητική εξορυγμένοι εξορυγμένες εξορυγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξορυγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου εξορύσσω, εξορύσσομαι

  Μετοχή επεξεργασία

εξορυγμένος, -η, -ο

  • που τον έχουν εξορύξει
    εξορυγμένος γρανίτης

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία