εξορυγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξορυγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου εξορύσσω, εξορύσσομαι
Μετοχή επεξεργασία
εξορυγμένος, -η, -ο
- που τον έχουν εξορύξει
- εξορυγμένος γρανίτης
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξορυγμένος
|