• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

excavate

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αγγλικά (en)

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

excavate (en)

  1. εκσκάπτω
  2. ανασκάπτω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • excavated
  • excavation
  • excavator
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=excavate&oldid=3807102"
Τελευταία επεξεργασία στις 7 Μαΐου 2017, στις 08:40

Γλώσσες

    • Čeština
    • English
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • Italiano
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Latina
    • Malagasy
    • മലയാളം
    • မြန်မာဘာသာ
    • Norsk bokmål
    • Oromoo
    • Polski
    • Русский
    • တႆး
    • Simple English
    • தமிழ்
    • తెలుగు
    • Türkçe
    • اردو
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 7 Μαΐου 2017, στις 08:40.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας