• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εκσκάπτω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἐκσκάπτω

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εκσκάπτω < ελληνιστική κοινή ἐκσκάπτω < αρχαία ελληνική ἐκ + σκάπτω

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ekˈska.pto/

  Ρήμα Επεξεργασία

εκσκάπτω (παθητική φωνή: εκσκάπτομαι)

  • (λόγιο) σκάβω το έδαφος (συνήθως με ειδικά εκσκαπτικά μηχανήματα) και αφαιρώ τα χάματα

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  • εκσκαπτήρας
  • εκσκαπτικός
  • εκσκαφέας
  • εκσκαφή
  • → δείτε τις λέξεις εκ και σκάβω

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

    εκσκάπτω
  • αγγλικά : excavate (en)
  • γαλλικά : excaver (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εκσκάπτω&oldid=5469830"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 17:45

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 17:45.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie