εκσκαπτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκσκαπτικός < εκσκάπτ(ω) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ek.ska.ptiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
εκσκαπτικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκσκαπτικός
|
εκσκαπτικός, -ή, -ό
|