Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκσκαπτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκσκαπτικ
ός
η
εκσκαπτικ
ή
το
εκσκαπτικ
ό
γενική
του
εκσκαπτικ
ού
της
εκσκαπτικ
ής
του
εκσκαπτικ
ού
αιτιατική
τον
εκσκαπτικ
ό
την
εκσκαπτικ
ή
το
εκσκαπτικ
ό
κλητική
εκσκαπτικ
έ
εκσκαπτικ
ή
εκσκαπτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκσκαπτικ
οί
οι
εκσκαπτικ
ές
τα
εκσκαπτικ
ά
γενική
των
εκσκαπτικ
ών
των
εκσκαπτικ
ών
των
εκσκαπτικ
ών
αιτιατική
τους
εκσκαπτικ
ούς
τις
εκσκαπτικ
ές
τα
εκσκαπτικ
ά
κλητική
εκσκαπτικ
οί
εκσκαπτικ
ές
εκσκαπτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκσκαπτικός
<
εκσκάπτ(ω)
+
-ικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ek.ska.ptiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
εκσκαπτικός
, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με την
εκσκαφή
ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
εκσκάπτω
και
σκάβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκσκαπτικός