Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκσκαπτικός η εκσκαπτική το εκσκαπτικό
      γενική του εκσκαπτικού της εκσκαπτικής του εκσκαπτικού
    αιτιατική τον εκσκαπτικό την εκσκαπτική το εκσκαπτικό
     κλητική εκσκαπτικέ εκσκαπτική εκσκαπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκσκαπτικοί οι εκσκαπτικές τα εκσκαπτικά
      γενική των εκσκαπτικών των εκσκαπτικών των εκσκαπτικών
    αιτιατική τους εκσκαπτικούς τις εκσκαπτικές τα εκσκαπτικά
     κλητική εκσκαπτικοί εκσκαπτικές εκσκαπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκσκαπτικός < εκσκάπτ(ω) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.ska.ptiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

εκσκαπτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία