Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξορυκτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξορυκτικ
ός
η
εξορυκτικ
ή
το
εξορυκτικ
ό
γενική
του
εξορυκτικ
ού
της
εξορυκτικ
ής
του
εξορυκτικ
ού
αιτιατική
τον
εξορυκτικ
ό
την
εξορυκτικ
ή
το
εξορυκτικ
ό
κλητική
εξορυκτικ
έ
εξορυκτικ
ή
εξορυκτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξορυκτικ
οί
οι
εξορυκτικ
ές
τα
εξορυκτικ
ά
γενική
των
εξορυκτικ
ών
των
εξορυκτικ
ών
των
εξορυκτικ
ών
αιτιατική
τους
εξορυκτικ
ούς
τις
εξορυκτικ
ές
τα
εξορυκτικ
ά
κλητική
εξορυκτικ
οί
εξορυκτικ
ές
εξορυκτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξορυκτικός
<
εξορύσσω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
εξορυκτικός
που έχει
σχέση
με
εξόρυξη
, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή
Δείτε επίσης
επεξεργασία
εξορυγμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξορυκτικός