ορυκτολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορυκτολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική oryctologue < oryctologie < νεολατινική oryctologia < αρχαία ελληνική ὀρυκτός (<ὀρύσσω) + -ο- + -λόγος (λέγω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ɾi.ktoˈlo.ɣos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορυκτολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο επιστήμονας που μελετά τα ορυκτά
Συγγενικά
επεξεργασία- ορυκτολογία
- ορυκτολογικός
- → δείτε τις λέξεις ορυκτός και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορυκτολόγος