dig
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | dig |
γ΄ ενικό ενεστώτα | digs |
αόριστος | dug |
παθητική μετοχή | dug |
ενεργητική μετοχή | digging |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαdig (en)
ενεστώτας | dig |
γ΄ ενικό ενεστώτα | digs |
αόριστος | dug |
παθητική μετοχή | dug |
ενεργητική μετοχή | digging |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
dig (en)