ενικός         πληθυντικός  
coal miner coal miners

Ετυμολογία

επεξεργασία
coal miner <  δείτε τις λέξεις coal και miner

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

coal miner (en)

  • (επάγγελμα) ο ανθρακωρύχος
      They will walk out in a show of solidarity with the coal miners.
    Θα απεργήσουν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους ανθρακωρύχους.