ενικός         πληθυντικός  
coal miner coal miners

  Ετυμολογία

επεξεργασία
coal miner < → δείτε τις λέξεις coal και miner

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

coal miner (en)

  • (επάγγελμα) ο ανθρακωρύχος
    ⮡  They will walk out in a show of solidarity with the coal miners.
    Θα απεργήσουν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους ανθρακωρύχους.