μετάλλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μετάλλιο | τα | μετάλλια |
γενική | του | μετάλλιου & μεταλλίου |
των | μετάλλιων & μεταλλίων |
αιτιατική | το | μετάλλιο | τα | μετάλλια |
κλητική | μετάλλιο | μετάλλια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετάλλιο < (καθαρεύουσα) μετάλλιον < (άμεσο δάνειο) ιταλική medaglia < λατινική medialia, ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του medialis < medius < πρωτοϊταλική *meðios < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *médʰyos (μέσος) < *me-dʰi- (με, ανάμεσα) < *me (με παρετυμολογική επίδραση από τη λέξη μέταλλο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /meˈta.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τάλ‐λι‐ο
- τονικό παρώνυμο: μεταλλείο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετάλλιο ουδέτερο
- αναμνηστική μικρή πλάκα (συνήθως κυκλικού σχήματος) που απονέμεται επίσημα σε κάποιον που θέλουμε να τιμήσουμε
- ⮡ χρυσό μετάλλιο, αργυρό 'μετάλλιο, χάλκινο μετάλλιο, ολυμπιακό μετάλλιο
- αναμνηστική μικρή πλάκα (συνήθως κυκλικού σχήματος) που εκδίδεται και κυκλοφορεί σε κάποια επέτειο σημαντικού (ιστορικού ή άλλου) γεγονότος
- ⮡ αναμνηστικό μετάλλιο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μετάλλιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετάλλιο
Πηγές
επεξεργασία- μετάλλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μετάλλιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)