Δείτε επίσης: ἀναμνηστικός
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναμνηστικός η αναμνηστική το αναμνηστικό
      γενική του αναμνηστικού της αναμνηστικής του αναμνηστικού
    αιτιατική τον αναμνηστικό την αναμνηστική το αναμνηστικό
     κλητική αναμνηστικέ αναμνηστική αναμνηστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναμνηστικοί οι αναμνηστικές τα αναμνηστικά
      γενική των αναμνηστικών των αναμνηστικών των αναμνηστικών
    αιτιατική τους αναμνηστικούς τις αναμνηστικές τα αναμνηστικά
     κλητική αναμνηστικοί αναμνηστικές αναμνηστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.mni.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναμνηστικός

αναμνηστικός, -ή, -ό

  1. που μας θυμίζει κάτι, που μας βοηθά να κρατήσουμε την ανάμνηση ενός πράγματος
      βγάλαμε μια αναμνηστική οικογενειακή φωτογραφία στα γενέθλια του παππού
  2. (ιατρική, για εμβολιασμό) επαναληπτικός

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία