αναμνηστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναμνηστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναμνηστικός (κατάλληλος για ανάκληση στη μνήμη), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική commémoratif, remémoratif
- εμβολιασμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική anamnèse < αρχαία ελληνική ἀνάμνησις[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.mni.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐μνη‐στι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
αναμνηστικός, -ή, -ό
- που μας θυμίζει κάτι, που μας βοηθά να κρατήσουμε την ανάμνηση ενός πράγματος
- ↪ βγάλαμε μια αναμνηστική οικογενειακή φωτογραφία στα γενέθλια του παππού
- (ιατρική, για εμβολιασμό) επαναληπτικός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναμνηστικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αναμνηστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας