Δείτε επίσης: ἀναμνηστικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναμνηστικός η αναμνηστική το αναμνηστικό
      γενική του αναμνηστικού της αναμνηστικής του αναμνηστικού
    αιτιατική τον αναμνηστικό την αναμνηστική το αναμνηστικό
     κλητική αναμνηστικέ αναμνηστική αναμνηστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναμνηστικοί οι αναμνηστικές τα αναμνηστικά
      γενική των αναμνηστικών των αναμνηστικών των αναμνηστικών
    αιτιατική τους αναμνηστικούς τις αναμνηστικές τα αναμνηστικά
     κλητική αναμνηστικοί αναμνηστικές αναμνηστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναμνηστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναμνηστικός (κατάλληλος για ανάκληση στη μνήμη), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική commémoratif, remémoratif
εμβολιασμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική anamnèse < αρχαία ελληνική ἀνάμνησις[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.mni.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐μνη‐στι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αναμνηστικός, -ή, -ό

  1. που μας θυμίζει κάτι, που μας βοηθά να κρατήσουμε την ανάμνηση ενός πράγματος
    ⮡  βγάλαμε μια αναμνηστική οικογενειακή φωτογραφία στα γενέθλια του παππού
  2. (ιατρική, για εμβολιασμό) επαναληπτικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία