Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετάλλιον (μαρτυρείται από το 1871) [1] → δείτε τη λέξη μετάλλιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετάλλιον, -ου ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 644, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου