Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσεοσάνδαλος < χρυσός και σάνδαλον

  Επίθετο

επεξεργασία

χρυσεοσάνδαλος, ος, ον

ἴχνος χρυσεοσάνδαλον: χνάρι, πατημασιά από χρυσά σανδάλια