σάνδαλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σάνδαλον | τὰ | σάνδαλᾰ |
γενική | τοῦ | σανδάλου | τῶν | σανδάλων |
δοτική | τῷ | σανδάλῳ | τοῖς | σανδάλοις |
αιτιατική | τὸ | σάνδαλον | τὰ | σάνδαλᾰ |
κλητική ὦ! | σάνδαλον | σάνδαλᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σανδάλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σανδάλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σάνδαλον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασάνδαλον, -ου ουδέτερο (κυρίως στον πληθυντικό) σάνδαλα
- (υπόδηση) σανδάλι, πέδιλο
- ※ 8ος/7oς πκε αιώνας ⌘Hymni Homerici Ομηρικοί Ύμνοι/IV. Εις Ερμήν, στίχ. 83 (82-83)
- τῶν τότε συνδήσας νεοθηλέος ἀγκάλῳ ὥρην
ἀβλαβέως ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο σάνδαλα κοῦφα
- τῶν τότε συνδήσας νεοθηλέος ἀγκάλῳ ὥρην
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Ἡρακλίσκος, στιχ. 36 (35-36)
- «ἄνσταθ᾽, Ἀμφιτρύων· ἐμὲ γὰρ δέος ἴσχει ὀκνηρόν·
ἄνστα, μηδὲ πόδεσσι τεοῖς ὑπὸ σάνδαλα θείης.- «Σήκω, Αμφιτρύων· εμένα, ιδές, με παραπήρε ο φόβος·
σήκω όπως είσαι, μη ζητάς σάνδαλα να φορέσεις. - Μετάφραση (1911), Ιωάννης Πολέμης @greek‑language.gr
- «Σήκω, Αμφιτρύων· εμένα, ιδές, με παραπήρε ο φόβος·
- «ἄνσταθ᾽, Ἀμφιτρύων· ἐμὲ γὰρ δέος ἴσχει ὀκνηρόν·
- ※ 1ος πκε κε αιώνας, Μάρκος Αργεντάριος στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 6ο, επίγραμμα 201, @perseus.tufts.edu
- σάνδαλα καὶ μίτρην περικαλλέα, τόν τε μυρόπνουν
βόστρυχον ὡραίων οὖλον ἀπὸ πλοκάμων,
καὶ ζώνην, καὶ λεπτὸν ὑπένδυμα τοῦτο Χιτῶνος,
καὶ τὰ περὶ στέρνοις ἀγλαὰ μαστόδετα,
ἔμβρυον εὐώδινος ἐπεὶ φύγε νηδύος ὄγκον,
Εὐφράντη νηῷ θῆκεν ὕπ᾽ Ἀρτέμιδος.- Τα σανδάλια και τον κομψό κεφαλόδεσμο
και από τα όμορφα μαλλιά την ευωδιαστή σγουρή πλεξίδα
και τη ζώνη και τούτο το λεπτό ένδυμα που φορούσε κάτω απ' τον χιτώνα
και τον ωραίο στηθόδεσμο που περιβάλλει το στέρνο,
η Ευφράντη απόθεσε στο ναό κάτω απ' την Άρτεμη,
επειδή γλίτωσε με εύκολη γέννα από τον άψυχο όγκο της κοιλιάς της. - Μετάφραση: Μαρία Η. Πετρίδου, Φιλίππου Στέφανος: Μάρκος Αργεντάριος, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλολογίας, Ιωάννινα, 2005, σελ. 137
- ΣτΕ: Σύμφωνα με τον ποιητή μία έγκυος γυναίκα, η Ευφράντη, μετά τον ανώδυνο τοκετό, που είχε, προσέφερε προσωπικά της αντικείμενα στον ναό της Αρτέμιδος. Μεταξύ αυτών προσέφερε και τα σανδάλια της.
- Τα σανδάλια και τον κομψό κεφαλόδεσμο
- σάνδαλα καὶ μίτρην περικαλλέα, τόν τε μυρόπνουν
- ※ 8ος/7oς πκε αιώνας ⌘Hymni Homerici Ομηρικοί Ύμνοι/IV. Εις Ερμήν, στίχ. 83 (82-83)
- (ιχθυολογία) είδος ψαριού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σάνδαλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σάνδαλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.