μονοσάνδαλος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μονοσάνδαλος < αρχαία ελληνική μονοσάνδᾰλος, -ος, -ον
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μονοσάνδαλος, -η, -ο
- που φοράει ένα μόνο σανδάλι
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μονοσάνδαλος
|
μονοσάνδαλος, -η, -ο
|