σάμβαλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σάμβαλον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασάμβαλον, -ου ουδέτερο
- (υπόδηση) αιολικός τύπος του σάνδαλον
- ※ 7ος/6ος πκε αιώνας, ⌘Σαπφώ, Επίγραμμα 98, στ. 2 (1-3)
- Θυρώρω πόδες ἐπτορόγυιοι,
τὰ δὲ σάμβαλα πεμπεβόηα
πέσσυγγοι δὲ δέκ᾽ ἐξεπόνασαν·- Οργές εφτά του πορτοφύλακα τα πόδια,
πέντε βοδιών τομάρι για τα σάνταλά του,
κι οι τσαγκάρηδες δέκα που τα μαστορέψαν!- Μετάφραση: Ι.Θ. Κακριδής, @greek-language.gr
- Του θυρωρού τα πόδια μετρούν εφτά οργές·
τα σαντάλια του είναι καμωμένα από πέντε βοδιών δέρμα·
δέκα τσαγκάρηδες χρειάστηκε να τα δουλέψουν.- Μετάφραση: Ι.Ν. Καζάζης, @greek-language.gr
- Οργές εφτά του πορτοφύλακα τα πόδια,
- Θυρώρω πόδες ἐπτορόγυιοι,
- ※ 7ος/6ος πκε αιώνας, ⌘Σαπφώ, Επίγραμμα 98, στ. 2 (1-3)
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σάμβαλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σάμβαλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.