χρυσωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χρυσωτής | οι | χρυσωτές |
γενική | του | χρυσωτή | των | χρυσωτών |
αιτιατική | τον | χρυσωτή | τους | χρυσωτές |
κλητική | χρυσωτή | χρυσωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρυσωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρυσωτής αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρυσωτής
|