Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρύσωμα τα χρυσώματα
      γενική του χρυσώματος των χρυσωμάτων
    αιτιατική το χρύσωμα τα χρυσώματα
     κλητική χρύσωμα χρυσώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρύσωμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χρύσωμα (κατασκευασμένο από χρυσό)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxɾi.so.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρύ‐σω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρύσωμα ουδέτερο

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρυσώνω

Συνώνυμα επεξεργασία

σημασία: καλύπτω με χρυσό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία