χρύσωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρύσωμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χρύσωμα (κατασκευασμένο από χρυσό)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxɾi.so.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρύ‐σω‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρύσωμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρυσώνω
Συνώνυμα επεξεργασία
σημασία: καλύπτω με χρυσό
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρύσωμα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χρύσωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας