Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσήρης < χρυσός και ἀραρίσκω

  Επίθετο

επεξεργασία

χρυσήρης,ης, ες (γεν. χρυσήρεος)

  • στολισμένος με χρυσά
Ἄρκτος στρέφουσ᾽ οὐραῖα χρυσήρη πόλῳ
χρυσήρεις ναῶν θριγκοί