χρύσωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρύσωση | οι | χρυσώσεις |
γενική | της | χρύσωσης* | των | χρυσώσεων |
αιτιατική | τη | χρύσωση | τις | χρυσώσεις |
κλητική | χρύσωση | χρυσώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρυσώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρύσωση < ελληνιστική κοινή χρύσωσις[1] < αρχαία ελληνική χρυσόω < χρυσός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρύσωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χρυσώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρύσωση
|
- ↑ χρύσωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.