χρυσοκόμης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρυσοκόμης αρσενικό ( & χρυσόκομος & δωρικός τύπος χρυσοκόμας)
- με χρυσά μαλλιά (επίθετο του Διόνυσου, του Απόλλωνα, του Έρωτα)
- με χρυσά στολίδια στο κεφάλι