Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσοκόμης < χρυσός και κόμη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρυσοκόμης αρσενικό ( & χρυσόκομος & δωρικός τύποςχρυσοκόμας)

  1. με χρυσά μαλλιά (επίθετο του Διόνυσου, του Απόλλωνα, του Έρωτα)
  2. με χρυσά στολίδια στο κεφάλι