χρυσεοβόστρυχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχρυσεοβόστρυχος, ος, ον
- με χρυσούς βοστρύχους
- μήποτε μήποτε τάνδ᾽, ὦ πότνια, χρυσεοβόστρυχον ὦ Διός ἔρνος Ἄρτεμι, δουλοσύναν τλαίην. (Ευριπίδης)
χρυσεοβόστρυχος, ος, ον