Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσίδιον < χρυσίον και χρυσίς για το (2)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρυσίδιον ουδέτερο

  1. μικρό κομμάτι χρυσού, μικρό ποσό χρημάτων, κάτι ασήμαντο, ειρωνικά
    ἔφη πρός τήν ἐμήν μητέρα περί χρυσιδίων ἀντιλέγεσθαι: <προσπάθησε να υποβιβάσει το θέμα και> είπε ότι με τη μητέρα μου έχει μια διαφωνία για κάτι ασήμαντα κοσμήματα (Δημοσθένης)
    ὡς οὐδέν δέονται χρημάτων, ἀργυρίδιον καί χρυσίδιον τόν πλοῦτον ἀποκαλοῦντες : κάνουν τους υπεράνω χρημάτων και αποκαλούν τον πλούτο ψιλολόγια (Ισοκράτης)
  2. υποκοριστικό της λέξης χρυσίς (χρυσό πιάτο ή αγγείο, αργότερα και ρούχο, παπούτσι)