χρυσίδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχρυσίδιον ουδέτερο
- μικρό κομμάτι χρυσού, μικρό ποσό χρημάτων, κάτι ασήμαντο, ειρωνικά
- ἔφη πρός τήν ἐμήν μητέρα περί χρυσιδίων ἀντιλέγεσθαι: <προσπάθησε να υποβιβάσει το θέμα και> είπε ότι με τη μητέρα μου έχει μια διαφωνία για κάτι ασήμαντα κοσμήματα (Δημοσθένης)
- ὡς οὐδέν δέονται χρημάτων, ἀργυρίδιον καί χρυσίδιον τόν πλοῦτον ἀποκαλοῦντες : κάνουν τους υπεράνω χρημάτων και αποκαλούν τον πλούτο ψιλολόγια (Ισοκράτης)
- υποκοριστικό της λέξης χρυσίς (χρυσό πιάτο ή αγγείο, αργότερα και ρούχο, παπούτσι)